- αγούρι
- τοσυνήθως στον πληθ. τα αγούρια[άγουρος]τα σταφύλια τού αγριαμπελιού που, και ώριμα, εξακολουθούν να είναι ξινά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγόρι — το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)] 1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι 2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός) νεοελλ. 1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί 2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα… … Dictionary of Greek
άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… … Dictionary of Greek
γούρι — το καλός οιωνός, καλοτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uğur «τύχη» κατ άλλους < μσν. αγούρι < λατ. agurium < augurium «οιωνός»] … Dictionary of Greek
ogur — OGÚR, ogururi, s.n. (înv.; în superstiţii) Prevestire, semn (bun); noroc. – Din tc. oğur. Trimis de oprocopiuc, 05.03.2007. Sursa: DEX 98 ogúr s. n., pl. ogúruri Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic OGÚR ogururi … Dicționar Român